δωδεκαέτη — δωδεκαετής lasting twelve years neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δωδεκαετής lasting twelve years masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δωδεκαετής lasting twelve years masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριτοβάθμιος — α, ο, Ν 1. αυτός που κατέχει τον τρίτο βαθμό σε ιεραρχία ή κατάταξη 2. αυτός που είναι τρίτου βαθμού («τριτοβάθμια εξίσωση») 3. φρ. «τριτοβάθμια εκπαίδευση» η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, μετά τη δωδεκαετή πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια.… … Dictionary of Greek
Αλβέρτος — I Όνομα αυτοκρατόρων και μελών της δυναστείας των Αψβούργων. 1. Α. Α’ (1250 – 1308). Βασιλιάς της Γερμανίας και δούκας της Αυστρίας (1298 1308). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ροδόλφου Α’ των Αψβούργων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1291), δεν… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… … Dictionary of Greek
Κρουπ — (Krupp). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών μεγαλοβιομηχάνων. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Έσεν τον 16ο αι. και η επιχειρηματική τους δραστηριότητα ξεκίνησε περίπου το 1810, με την κατασκευή ενός μικρού χυτηρίου από τον Φρίντριχ Κ. (1787 1826).… … Dictionary of Greek